αθυρεύεσθαι

αθυρεύεσθαι
ἀθυρεύεσθαι (Α) [ἀθύρω*]
κατά τον Ησύχιο, «παίζειν, μιγνύειν, σκιρτᾱν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”